- χαδεύω
- Νβλ. χαϊδεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαδεύω — βλ. χαϊδεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαϊδεύω — και χαδεύω Ν [χάιδι / χάδι] 1. θωπεύω, αγγίζω ή τρίβω ελαφρά με την παλάμη τού χεριού, στοργικά, τρυφερά, με αγάπη κάποιον (α. «τού χάιδεψε το μέτωπο» β. «μη χαϊδεύεις πολύ τη γάτα») 2. περιποιούμαι πολύ κάποιον ή συμπεριφέρομαι κολακευτικά σε… … Dictionary of Greek
χαϊδεύω — χάιδεψα, χαϊδεύτηκα, χαϊδεμένος, και χαδεύω χάδεψα, χαδεύτηκα, χαδεμένος 1. κάνω χάδια σε κάποιον, τον χαϊδολογάω, τον θωπεύω με τα χέρια: Χάιδευε τα μαλλιά της. 2. περιποιούμαι κάποιον, τον καλοπιάνω, τον κολακεύω. 3. το μέσο, χαϊδεύομαι μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)